- πολύβοτος
- -ον, Α1. πολύτροφος2. αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για βοσκή («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. εύ-βοτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύβοτος — much nourishing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύβοτον — πολύβοτος much nourishing masc/fem acc sg πολύβοτος much nourishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβότου — πολύβοτος much nourishing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβότων — πολύβοτος much nourishing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύβωτος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει πολλούς 2. εύφορος 3. ειρων. επίθετο τής νήσου Σερίφου, επειδή είναι άγονη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πολύβοτος*. Η τροπή του ο σε ω οφείλεται σε μετρ. λόγους] … Dictionary of Greek